αχούρι

αχούρι
Ορεινός οικισμός (υψόμ. 710 μ., 9 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σκυρίτιδας.
* * *
το (Μ ἀχούριον και -ριν)
1. ο αχυρώνας
2. ο στάβλος
νεοελλ.
χώρος ακατάστατος και βρόμικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ahir, περσ. achur, ίσως < αρχ. αχύριος «σωρός από άχυρα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αχούρι — το στάβλος, βουστάσι: Πήγε να καθαρίσει τ αχούρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ούρι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής από μσν. κατάλ. ούρι(ο)ν που σχηματίστηκε από ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μελάν ουρος > μελαν ούρι, παλί ουρος > παλι oύρı, κόντ ουρος > κοντ ούρι) και επεκτάθηκε και σε ονόματα που δεν… …   Dictionary of Greek

  • ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… …   Dictionary of Greek

  • στάβλος — Μικρός ημιορεινός οικισμός (4 κάτ., υψόμ. 240 μ.), στην επαρχία Ικαρίας του νομού Σάμου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φραντάτου. * * * ο, ΝΜ, και σταύλος Ν 1. φραγμένος και στεγασμένος χώρος για τη διαμονή ζώων, ιδίως βοδιών, αλόγων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”